μακρυτράχηλος

μακρυτράχηλος
μακρυτράχηλος, -ον (Μ)
βλ. μακροτράχηλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μακροτράχηλος — μακροτράχηλος, ον (AM, Μ και μακρυτράχηλος) αυτός που έχει μακρύ τράχηλο, μακρύ λαιμό, μακρολαίμης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”